- καθετήριον
- καθετήριον, τὸ (Α) [καθίημι]1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθετηρίου — καθετήριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)